- τύραννα
- τα, Νβάσανα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τυραννώ (πρβλ. βασανώ: βάσανα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τύραννα — τύραννος an absolute ruler neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύρανν' — τύραννα , τύραννος an absolute ruler neut nom/voc/acc pl τύραννε , τύραννος an absolute ruler masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατυράννιστος — και ατυράγνιστος και ατυράννητος, η, ο 1. αβασάνιστος, αταλαιπώρητος 2. (μτφ. για καταστάσεις) αυτός που δεν συνοδεύεται από ταλαιπωρίες, ανώδυνος 3. (για ζώα) αυτός που δεν τον τυραννά ή δεν τον κακοποιεί ο άνθρωπος … Dictionary of Greek
τύραννος — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαιότητα ο ανώτατος άρχων. Αργότερα, ο άνθρωπος που καταλάμβανε τα ανώτατα αξιώματα και τα ασκούσε κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Στον Μεσαίωνα, ο ιδιώτης που σφετεριζόταν τη βασιλική εξουσία, χωρίς να έχει το… … Dictionary of Greek
Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… … Dictionary of Greek
ξαναζωντανεύω — ξαναζωντάνεψα, ξαναζωντανεμένος, γίνομαι ξανά ζωντανός, ξαναποκτώ τη ζωτικότητά μου, αποκτώ πάλι δραστηριότητα: Κι απάνω μου να ξαναζωντανεύω τον καημό που βαριά σας τυραννά (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοβερίζω — φοβέρισα και φοβέριξα, φοβερισμένος, μτβ., εκφοβίζω κάποιον, τον απειλώ, τον κάνω να φοβηθεί, να τρομάξει, τον φοβίζω: Άδικα τυραννά με, μ άρματα φοβερίζει με (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)